Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tendóne  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [tenˈdone]

1 μεγάλη τέντα (τσίρκου)
2 τέντα σκιάς


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tendometro tendopoli  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tendineo (επίθ.)
tendinite (θηλ.ουσ)
tendiscarpe (ουσ αρσ )
tenditore (αρσ. επίθ και ουσ)
tendometro (ουσ αρσ )
tendone (ουσ αρσ )
tendopoli (θηλ.ουσ)
tenebre (θηλ. ουσ πληθ.)
tenebria (θηλ.ουσ)
tenebrone (ουσ αρσ )
tenebrore (ουσ αρσ )
tenebrosamente (επίρ.)
tenebrosità (θηλ.ουσ)
tenebroso (αρσ. επίθ και ουσ)
tenente (ουσ αρσ )
tenenza (θηλ.ουσ)
teneramente (επίρ.)
tenere (ρ.αμτβ.)
tenere (ρ. μτβ.)
tenersi (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---