Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtènebre
ουσιαστικό θηλυκό πληθυντικός Προσφορά I.P.A.: [ˈtɛnebre] 1 σκοτάδι βαθύ 2 σκοτεινιά 3 τρισκόταδο 4 κατάθλιψη 5 έρεβος 6 ζοφερότητα 7 ζόφος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |