Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tènero  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈtɛnero]

1 στοργή
2 τρυφερότητα
3 τρυφερό κομμάτι

tènero  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈtɛnero]

τρυφερός (-ή, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tenerezza tenerume  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


semola [θηλ.] di grano tenero = το μαλακό αλεύρι


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

teneramente (επίρ.)
tenere (ρ.αμτβ.)
tenere (ρ. μτβ.)
tenersi (ρ.αμτβ.)
tenerezza (θηλ.ουσ)
tenero (ουσ αρσ )
tenero (επίθ.)
tenerume (ουσ αρσ )
tenesmo (ουσ αρσ )
tenia (θηλ.ουσ)
teniasi (θηλ.ουσ)
tenibile (επίθ.)
tenimento (ουσ αρσ )
tenitore (ουσ αρσ )
tennis (ουσ αρσ )
tennista (ουσ αρσ και θηλ.)
tennistico (επίθ.)
tenno (ουσ αρσ )
tenodesi (θηλ.ουσ)
tenonatrice (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---