Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tenére  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [teˈnere]

1 νοιάζομαι
2 λαχταρώ
3 υποστηρίζω κάποιον
4 μοιάζω με κάποιον
5 περιποιούμαι
6 είμαι πολύτιμος
7 περηφανεύομαι
8 θέλω
9 επιθυμώ

tenére  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [teˈnere]

κρατώ

tenérsi  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [teˈnersi]

κρατιέμαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  teneramente tenerezza  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


tenere a mente = συγκρατώ στη μνήμη || tenere all'oscuro = κρατώ κρυφό || tenere conto di = λαμβάνω υπόψη || tenere conto di qualcosa = υπολογίζω κάτι || tenersi in contatto = βρίσκομαι σε επαφή || tenersi in forma = κρατιέμαι σε φόρμα || tenersi per mano = κρατιέμαι από το χέρι || tieni d'occhio il portafoglio! = το πορτοφόλι και τα μάτια σου!


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tenebrosità (θηλ.ουσ)
tenebroso (αρσ. επίθ και ουσ)
tenente (ουσ αρσ )
tenenza (θηλ.ουσ)
teneramente (επίρ.)
tenere (ρ.αμτβ.)
tenere (ρ. μτβ.)
tenersi (ρ.αμτβ.)
tenerezza (θηλ.ουσ)
tenero (ουσ αρσ )
tenero (επίθ.)
tenerume (ουσ αρσ )
tenesmo (ουσ αρσ )
tenia (θηλ.ουσ)
teniasi (θηλ.ουσ)
tenibile (επίθ.)
tenimento (ουσ αρσ )
tenitore (ουσ αρσ )
tennis (ουσ αρσ )
tennista (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---