Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tenènza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [teˈnɛntsa]

1 τμήμα καραμπινιέρων ή οικονομικής αστυνομίας
2 αξίωμα υπολοχαγού


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tenente teneramente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tenebrore (ουσ αρσ )
tenebrosamente (επίρ.)
tenebrosità (θηλ.ουσ)
tenebroso (αρσ. επίθ και ουσ)
tenente (ουσ αρσ )
tenenza (θηλ.ουσ)
teneramente (επίρ.)
tenere (ρ.αμτβ.)
tenere (ρ. μτβ.)
tenersi (ρ.αμτβ.)
tenerezza (θηλ.ουσ)
tenero (ουσ αρσ )
tenero (επίθ.)
tenerume (ουσ αρσ )
tenesmo (ουσ αρσ )
tenia (θηλ.ουσ)
teniasi (θηλ.ουσ)
tenibile (επίθ.)
tenimento (ουσ αρσ )
tenitore (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---