ItalianoGreco


tenènza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [teˈnɛntsa]

1 τμήμα καραμπινιέρων ή οικονομικής αστυνομίας
2 αξίωμα υπολοχαγού


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---