Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtenebróre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [teneˈbrore] 1 έρεβος 2 σκοτάδι 3 σκότος 4 ζόφος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |