Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


teniménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [teniˈmento]

1 κατοχή
2 συγκράτηση
3 κράτημα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tenibile tenitore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tenerume (ουσ αρσ )
tenesmo (ουσ αρσ )
tenia (θηλ.ουσ)
teniasi (θηλ.ουσ)
tenibile (επίθ.)
tenimento (ουσ αρσ )
tenitore (ουσ αρσ )
tennis (ουσ αρσ )
tennista (ουσ αρσ και θηλ.)
tennistico (επίθ.)
tenno (ουσ αρσ )
tenodesi (θηλ.ουσ)
tenonatrice (θηλ.ουσ)
tenone (ουσ αρσ )
tenore (ουσ αρσ )
tenoreggiare (ρ.αμτβ.)
tenorile (επίθ.)
tenorrafia (θηλ.ουσ)
tenotomia (θηλ.ουσ)
tensioattività (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---