Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtenóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [teˈnore] 1 μέσο 2 τρόπος 3 στιλ 4 διαγωγή 5 βαθύτερη ουσία 6 ύφος 7 τενόρος (μουσική) 8 μέθοδος 9 μορφή 10 σχήμα λόγου 11 περιεχόμενο 12 φέρσιμο 13 σημασία 14 στάση 15 συμπεριφορά permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαtenore [αρσ.] di vita = το βιοτικό επίπεδο Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |