Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtensiomètrico
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [tensjoˈmɛtriko] 1 ο της μέτρησης αντοχής συρμάτων ή καλωδίων 2 ο της μέτρησης επιφανειακών τάσεων permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |