Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtentàto
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [tenˈtato] 1 που δοκιμάστηκε 2 που επιχειρήθηκε permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαtentato omicidio [αρσ.] = η απόπειρα δολοφονίας Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |