Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tentàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [tenˈtato]

1 που δοκιμάστηκε
2 που επιχειρήθηκε


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tentativo tentatore  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


tentato omicidio [αρσ.] = η απόπειρα δολοφονίας


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tentabile (επίθ.)
tentacolare (επίθ.)
tentacolo (ουσ αρσ )
tentare (ρ. μτβ.)
tentativo (ουσ αρσ )
tentato (επίθ.)
tentatore (ουσ αρσ )
tentatore (επίθ.)
tentazione (θηλ.ουσ)
tentenna (ουσ αρσ και θηλ.)
tentennamento (ουσ αρσ )
tentennante (επίθ.)
tentennare (ρ.αμτβ.)
tentennare (ρ. μτβ.)
tentennata (θηλ.ουσ)
tentennio (ουσ αρσ )
tentennone (αρσ. επίθ και ουσ)
tentennoni (επίρ.)
tentone (ουσ αρσ )
tentoni (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---