Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tentennàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [tentenˈnare]

1 διστάζω
2 επαμφοτερίζω
3 χασομερώ
4 κουνιέμαι πέρα-δώθε
5 σείομαι
6 αμφιταλαντεύομαι
7 αμφιρρέπω

tentennàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [tentenˈnare]

1 τραντάζω
2 κραδαίνω
3 σείω
4 τινάζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tentennante tentennata  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tentatore (επίθ.)
tentazione (θηλ.ουσ)
tentenna (ουσ αρσ και θηλ.)
tentennamento (ουσ αρσ )
tentennante (επίθ.)
tentennare (ρ.αμτβ.)
tentennare (ρ. μτβ.)
tentennata (θηλ.ουσ)
tentennio (ουσ αρσ )
tentennone (αρσ. επίθ και ουσ)
tentennoni (επίρ.)
tentone (ουσ αρσ )
tentoni (επίρ.)
tenue (ουσ αρσ )
tenue (επίθ.)
tenuemente (επίρ.)
tenuità (θηλ.ουσ)
tenuta (θηλ.ουσ)
tenutaria (θηλ.ουσ)
tenutario (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---