Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtènue
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈtɛnue] λεπτό έντερο tènue επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈtɛnue] 1 ελαφρός 2 ευγενικός 3 μαλακός 4 αδύνατος 5 ισχνός 6 λεπτός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |