Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtenùta
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [teˈnuta] 1 χωρητικότητα 2 διάρκεια 3 ένδυση 4 αντίσταση 5 σφράγισμα 6 κράτημα 7 αντοχή 8 κατοχή 9 αγρόκτημα 10 κτήμα 11 στολή 12 φόρμα εργασίας 13 υποστατικό 14 ντύσιμο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |