Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tenùto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [teˈnuto]

1 κρατημένος για φύτεμα (για έδαφος)
2 υποχρεωμένος
3 καλλιεργημένος (για χωράφι)
4 υπόχρεος
5 αναγκασμένος
6 φυτεμένος (για χωράφι
7 δεσμευμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tenutario tenzonare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tenuemente (επίρ.)
tenuità (θηλ.ουσ)
tenuta (θηλ.ουσ)
tenutaria (θηλ.ουσ)
tenutario (ουσ αρσ )
tenuto (επίθ.)
tenzonare (ρ.αμτβ.)
tenzone (θηλ.ουσ)
teobroma (θηλ.ουσ)
teobromina (θηλ.ουσ)
teocentrico (επίθ.)
teocentrismo (ουσ αρσ )
teocratico (επίθ.)
teocrazia (θηλ.ουσ)
Teocrito (κύρ.όν. αρσ.)
teodicea (θηλ.ουσ)
teodolite (ουσ αρσ )
Teodora (κύρ.όν. θηλ.)
Teodorico (κύρ.όν. αρσ.)
Teodoro (κύρ.όν. αρσ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---