Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


teocràtico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [teoˈkratiko]

θεοκρατικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  teocentrismo teocrazia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tenzone (θηλ.ουσ)
teobroma (θηλ.ουσ)
teobromina (θηλ.ουσ)
teocentrico (επίθ.)
teocentrismo (ουσ αρσ )
teocratico (επίθ.)
teocrazia (θηλ.ουσ)
Teocrito (κύρ.όν. αρσ.)
teodicea (θηλ.ουσ)
teodolite (ουσ αρσ )
Teodora (κύρ.όν. θηλ.)
Teodorico (κύρ.όν. αρσ.)
Teodoro (κύρ.όν. αρσ.)
Teodosia (κύρ.όν. θηλ.)
teodosiano (επίθ.)
Teodosio (κύρ.όν. αρσ.)
teofania (θηλ.ουσ)
teofillina (θηλ.ουσ)
Teofilo (κύρ.όν. αρσ.)
teofobia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---