Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tenutària  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [tenuˈtarja]

1 πατρόνα
2 τσατσά
3 ιδιοκτήτρια πορνείου
4 ματρόνα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tenuta tenutario  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tenue (ουσ αρσ )
tenue (επίθ.)
tenuemente (επίρ.)
tenuità (θηλ.ουσ)
tenuta (θηλ.ουσ)
tenutaria (θηλ.ουσ)
tenutario (ουσ αρσ )
tenuto (επίθ.)
tenzonare (ρ.αμτβ.)
tenzone (θηλ.ουσ)
teobroma (θηλ.ουσ)
teobromina (θηλ.ουσ)
teocentrico (επίθ.)
teocentrismo (ουσ αρσ )
teocratico (επίθ.)
teocrazia (θηλ.ουσ)
Teocrito (κύρ.όν. αρσ.)
teodicea (θηλ.ουσ)
teodolite (ουσ αρσ )
Teodora (κύρ.όν. θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---