Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tenuità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [tenuiˈta]

1 απαλότητα (χρωμάτων)
2 λεπτότητα
3 λυγεράδα
4 ισχνότητα
5 αδυναμία
6 έλλειψη δύναμης
7 ελαφρότητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tenuemente tenuta  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tentone (ουσ αρσ )
tentoni (επίρ.)
tenue (ουσ αρσ )
tenue (επίθ.)
tenuemente (επίρ.)
tenuità (θηλ.ουσ)
tenuta (θηλ.ουσ)
tenutaria (θηλ.ουσ)
tenutario (ουσ αρσ )
tenuto (επίθ.)
tenzonare (ρ.αμτβ.)
tenzone (θηλ.ουσ)
teobroma (θηλ.ουσ)
teobromina (θηλ.ουσ)
teocentrico (επίθ.)
teocentrismo (ουσ αρσ )
teocratico (επίθ.)
teocrazia (θηλ.ουσ)
Teocrito (κύρ.όν. αρσ.)
teodicea (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---