ItalianoGreco


tenuità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [tenuiˈta]

1 απαλότητα (χρωμάτων)
2 λεπτότητα
3 λυγεράδα
4 ισχνότητα
5 αδυναμία
6 έλλειψη δύναμης
7 ελαφρότητα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---