Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtentatóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [tentaˈtore] Ξελογιαστής tentatóre επίθετο Προσφορά I.P.A.: [tentaˈtore] 1 σκανδαλιστικός 2 λαχταριστός 3 δελεαστικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |