Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtentàcolo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [tenˈtakolo] 1 νημάτιο ζώου 2 πρόσφυση (μεταφορικά) 3 σαγόνι (μέγκενης) 4 κεραία ζώου 5 πλοκάμι 6 πλόκαμος 7 πλοχμός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |