Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtensóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [tenˈsore] τείνων μυς tensóre επίθετο Προσφορά I.P.A.: [tenˈsore] 1 ο της έντασης 2 εκτείνων (μυς) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |