Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tentàbile  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [tenˈtabile]

κάθε πιθανή περίπτωση

tentàbile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [tenˈtabile]

1 επιχειρήσιμος
2 άξιος να προσπαθήσεις


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tensoriale tentacolare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tensione (θηλ.ουσ)
tensivo (επίθ.)
tensore (ουσ αρσ )
tensore (επίθ.)
tensoriale (επίθ.)
tentabile (ουσ αρσ )
tentabile (επίθ.)
tentacolare (επίθ.)
tentacolo (ουσ αρσ )
tentare (ρ. μτβ.)
tentativo (ουσ αρσ )
tentato (επίθ.)
tentatore (ουσ αρσ )
tentatore (επίθ.)
tentazione (θηλ.ουσ)
tentenna (ουσ αρσ και θηλ.)
tentennamento (ουσ αρσ )
tentennante (επίθ.)
tentennare (ρ.αμτβ.)
tentennare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---