Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtenotomìa
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [tenotoˈmia] 1 τενοντοτομή 2 χειρουργική τομή τένοντα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |