Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tenotomìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [tenotoˈmia]

1 τενοντοτομή
2 χειρουργική τομή τένοντα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tenorrafia tensioattività  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tenone (ουσ αρσ )
tenore (ουσ αρσ )
tenoreggiare (ρ.αμτβ.)
tenorile (επίθ.)
tenorrafia (θηλ.ουσ)
tenotomia (θηλ.ουσ)
tensioattività (θηλ.ουσ)
tensioattivo (ουσ αρσ )
tensioattivo (επίθ.)
tensiometria (θηλ.ουσ)
tensiometrico (επίθ.)
tensiometro (ουσ αρσ )
tensione (θηλ.ουσ)
tensivo (επίθ.)
tensore (ουσ αρσ )
tensore (επίθ.)
tensoriale (επίθ.)
tentabile (ουσ αρσ )
tentabile (επίθ.)
tentacolare (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---