Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtensioattìvo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [,tɛnsjoatˈtivo] μέσον ή διάλυμα επιφανειακής επενέργειας ή δράσης tensioattìvo επίθετο Προσφορά I.P.A.: [,tɛnsjoatˈtivo] επιφανειακά δρων permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |