Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtennìstico
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [tenˈnistiko] 1 σχετικός με το τένις 2 ο της αντισφαίρισης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |