Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tennìstico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [tenˈnistiko]

1 σχετικός με το τένις
2 ο της αντισφαίρισης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tennista tenno  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tenibile (επίθ.)
tenimento (ουσ αρσ )
tenitore (ουσ αρσ )
tennis (ουσ αρσ )
tennista (ουσ αρσ και θηλ.)
tennistico (επίθ.)
tenno (ουσ αρσ )
tenodesi (θηλ.ουσ)
tenonatrice (θηλ.ουσ)
tenone (ουσ αρσ )
tenore (ουσ αρσ )
tenoreggiare (ρ.αμτβ.)
tenorile (επίθ.)
tenorrafia (θηλ.ουσ)
tenotomia (θηλ.ουσ)
tensioattività (θηλ.ουσ)
tensioattivo (ουσ αρσ )
tensioattivo (επίθ.)
tensiometria (θηλ.ουσ)
tensiometrico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---