ItalianoGreco


tendenziosità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [tendentsjosiˈta]

1 μεροληψία
2 προσωποληψία
3 φαβοριτισμός
4 προκατάληψη
5 αδικοκρισία
6 κακοδικία


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---