Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tenàrio  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [teˈnarjo]

υποχθόνιος (σπάνια χρησιμοποιείται)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tenaglia tenda  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tenace (επίθ.)
tenacemente (επίρ.)
tenacia (θηλ.ουσ)
tenacità (θηλ.ουσ)
tenaglia (θηλ.ουσ)
tenario (αρσ. επίθ και ουσ)
tenda (θηλ.ουσ)
tendaggio (ουσ αρσ )
tendale (ουσ αρσ )
tendaletto (ουσ αρσ )
tendame (ουσ αρσ )
tendente (επίθ.)
tendenza (θηλ.ουσ)
tendenziale (επίθ.)
tendenziosamente (επίρ.)
tendenziosità (θηλ.ουσ)
tendenzioso (επίθ.)
tender (ουσ αρσ )
tendere (ρ.αμτβ.)
tendere (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---