Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtemporaneaménte
επίρρημα Προσφορά I.P.A.: [temporaneaˈmente] 1 πρόσκαιρα 2 παροδικά 3 προσωρινά permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |