Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tèmpio, témpio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈtɛmpjo], [ˈtempjo]

ο ναός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tempificare tempismo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tempestività (θηλ.ουσ)
tempestivo (επίθ.)
tempestoso (επίθ.)
tempia (θηλ.ουσ)
tempificare (ρ. μτβ.)
tempio (ουσ αρσ )
tempismo (ουσ αρσ )
tempista (ουσ αρσ και θηλ.)
templare (αρσ. επίθ και ουσ)
tempo (ουσ αρσ )
tempora (θηλ.ουσ)
temporale (ουσ αρσ )
temporale (θηλ.ουσ)
temporale (επίθ.)
temporalesco (επίθ.)
temporalismo (ουσ αρσ )
temporalità (θηλ.ουσ)
temporaneamente (επίρ.)
temporaneità (θηλ.ουσ)
temporaneo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---