Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tempestóso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [tempesˈtoso], [tempesˈtozo]

1 θυελλώδης
2 ταραχώδης
3 σφοδρός
4 τρικυμισμένος
5 χειμαρρώδης
6 φουρτουνιασμένος
7 ορμητικός
8 πολυτάραχος
9 καταιγιστικός
10 ταραχώδης
11 μανιασμένος
12 τρικυμιώδης
13 ραγδαίος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tempestivo tempia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tempestato (επίθ.)
tempestio (ουσ αρσ )
tempestivamente (επίρ.)
tempestività (θηλ.ουσ)
tempestivo (επίθ.)
tempestoso (επίθ.)
tempia (θηλ.ουσ)
tempificare (ρ. μτβ.)
tempio (ουσ αρσ )
tempismo (ουσ αρσ )
tempista (ουσ αρσ και θηλ.)
templare (αρσ. επίθ και ουσ)
tempo (ουσ αρσ )
tempora (θηλ.ουσ)
temporale (ουσ αρσ )
temporale (θηλ.ουσ)
temporale (επίθ.)
temporalesco (επίθ.)
temporalismo (ουσ αρσ )
temporalità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---