Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtempestìo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [tempesˈtio] 1 καταιγίδα μεγάλη 2 καταιγισμός 3 σφυροκόπημα 4 μπαράζ permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |