Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtempèsta
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [temˈpɛsta] η θύελλα, η καταιγίδα permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαtempesta [θηλ.] violenta = η άγρια καταιγίδα Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |