Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtemperàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [tempeˈrare] 1 ξύνω (μολύβι) 2 ανακατεύω λάδι με χρώματα 3 συγκρατώ 4 κάνω κάτι λεπτότερο 5 ανακατεύω χρώματα σε παλέτα 6 βάφω (ατσάλι) 7 ακονίζω 8 χαλιναγωγώ 9 κατευνάζω 10 μετριάζω 11 ελέγχω 12 περιορίζω temperarsi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [tempeˈrarsi] 1 είμαι μετριοπαθής 2 συγκρατούμαι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |