Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtemperanteménte
επίρρημα Προσφορά I.P.A.: [temperanteˈmente] 1 μετριοπαθώς 2 μετρημένα 3 διαλλακτικά permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |