Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


temperànza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [tempeˈrantsa]

1 αυτοσυγκράτηση
2 εγκράτεια
3 μετριοπάθεια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  temperantemente temperare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

temperalapis (ουσ αρσ )
temperamatite (ουσ αρσ )
temperamento (ουσ αρσ )
temperante (επίθ.)
temperantemente (επίρ.)
temperanza (θηλ.ουσ)
temperare (ρ. μτβ.)
temperarsi (ρ.μ. (αντων.))
temperato (επίθ.)
temperatura (θηλ.ουσ)
temperie (θηλ.ουσ)
temperino (ουσ αρσ )
tempesta (θηλ.ουσ)
tempestare (ρ.αμτβ.)
tempestare (ρ. μτβ.)
tempestato (επίθ.)
tempestio (ουσ αρσ )
tempestivamente (επίρ.)
tempestività (θηλ.ουσ)
tempestivo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---