Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


temperatùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [temperaˈtura]

η θερμοκρασία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  temperato temperie  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


temperatura [θηλ.] ambiente = η θερμοκρασία περιβάλλοντος


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

temperantemente (επίρ.)
temperanza (θηλ.ουσ)
temperare (ρ. μτβ.)
temperarsi (ρ.μ. (αντων.))
temperato (επίθ.)
temperatura (θηλ.ουσ)
temperie (θηλ.ουσ)
temperino (ουσ αρσ )
tempesta (θηλ.ουσ)
tempestare (ρ.αμτβ.)
tempestare (ρ. μτβ.)
tempestato (επίθ.)
tempestio (ουσ αρσ )
tempestivamente (επίρ.)
tempestività (θηλ.ουσ)
tempestivo (επίθ.)
tempestoso (επίθ.)
tempia (θηλ.ουσ)
tempificare (ρ. μτβ.)
tempio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---