Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtempificàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [tempifiˈkare] 1 προγραμματίζω χρονικά 2 καθορίζω για ορισμένο χρόνο 3 προσδιορίζω ορισμένο χρόνο 4 βάζω χρονοδιάγραμμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |