ItalianoGreco


tempestività  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [tempestiviˈta]

1 κατάλληλη περίσταση
2 κατάλληλη στιγμή
3 ευνοὶκή στιγμή
4 επικαιρότητα
5 κατάλληλη ευκαιρία
6 εύθετος χρόνος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---