ItalianoGreco


tempestàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [tempesˈtato]

1 σμαλτωμένος
2 χτυπημένος από καταιγίδα
3 σαρωμένος από θύελλα
4 χτυπημένος
5 ολοστόλιστος
6 καταστόλιστος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---