Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

deprìmere (ρ. μτβ.) derapàta (θηλ.ουσ)
deprimersi (ρ.μ. (αντων.)) derattizzàre (ρ. μτβ.)
deprivàto (επίθ.) derattizzazióne (θηλ.ουσ)
deprivazióne (θηλ.ουσ) derby (ουσ αρσ )
deproteinizzazióne (θηλ.ουσ) derelìtto (ουσ αρσ )
depuraménto (ουσ αρσ ) derelìtto (επίθ.)
depuràre (ρ. μτβ.) derelizióne (θηλ.ουσ)
depurarsi (ρ.μ. (αντων.)) deretàno (αρσ. επίθ και ουσ)
depuratìvo (ουσ αρσ ) derìdere (ρ. μτβ.)
depuratìvo (επίθ.) derisióne (θηλ.ουσ)
depuratóre (ουσ αρσ ) derisóre (αρσ. επίθ και ουσ)
depuratóre (επίθ.) derisòrio (επίθ.)
depuratòrio (ουσ αρσ ) derìva (θηλ.ουσ)
depuratòrio (επίθ.) derivàbile (επίθ.)
depurazióne (θηλ.ουσ) derivàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
deputàre (ρ. μτβ.) derivàta (θηλ.ουσ)
deputàta (θηλ.ουσ) derivatìvo (αρσ. επίθ και ουσ)
deputàto (αρσ. επίθ και ουσ) derivàto (ουσ αρσ )
deputazióne (θηλ.ουσ) derivàto (επίθ.)
dequalificàre (ρ. μτβ.) derivatóre (αρσ. επίθ και ουσ)
dequalificazióne (θηλ.ουσ) derivazióne (θηλ.ουσ)
deragliaménto (ουσ αρσ ) derivòmetro (ουσ αρσ )
deragliàre (ρ.αμτβ.) dèrma (ουσ αρσ )
dérapage (ουσ αρσ ) dermaschèletro (ουσ αρσ )
derapàre (ρ.αμτβ.) dermatìte (θηλ.ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: