Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdepuratòrio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [depuraˈtɔrjo] συσκευή καθαρισμού νερού depuratòrio επίθετο Προσφορά I.P.A.: [depuraˈtɔrjo] καθαριστικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |