Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdepuratóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [depuraˈtore] 1 καθαριστικό 2 συσκευή καθαρισμού depuratóre επίθετο Προσφορά I.P.A.: [depuraˈtore] καθαριστικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |