Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


depuratìvo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [depuraˈtivo]

καθαρτικό

depuratìvo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [depuraˈtivo]

1 ο της κάθαρσης
2 εξαγνιστικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  depurarsi depuratore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

deprivazione (θηλ.ουσ)
deproteinizzazione (θηλ.ουσ)
depuramento (ουσ αρσ )
depurare (ρ. μτβ.)
depurarsi (ρ.μ. (αντων.))
depurativo (ουσ αρσ )
depurativo (επίθ.)
depuratore (ουσ αρσ )
depuratore (επίθ.)
depuratorio (ουσ αρσ )
depuratorio (επίθ.)
depurazione (θηλ.ουσ)
deputare (ρ. μτβ.)
deputata (θηλ.ουσ)
deputato (αρσ. επίθ και ουσ)
deputazione (θηλ.ουσ)
dequalificare (ρ. μτβ.)
dequalificazione (θηλ.ουσ)
deragliamento (ουσ αρσ )
deragliare (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---