Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


depuràre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [depuˈrare]

1 διυλίζω
2 φιλτράρω
3 αποκαθαίρω
4 καθαρίζω
5 εξαγνίζω
6 διηθώ

depurarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [depuˈrarsi]

1 αποκαθαίρομαι
2 εξαγνίζομαι
3 καθαρίζομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  depuramento depurativo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

deprimersi (ρ.μ. (αντων.))
deprivato (επίθ.)
deprivazione (θηλ.ουσ)
deproteinizzazione (θηλ.ουσ)
depuramento (ουσ αρσ )
depurare (ρ. μτβ.)
depurarsi (ρ.μ. (αντων.))
depurativo (ουσ αρσ )
depurativo (επίθ.)
depuratore (ουσ αρσ )
depuratore (επίθ.)
depuratorio (ουσ αρσ )
depuratorio (επίθ.)
depurazione (θηλ.ουσ)
deputare (ρ. μτβ.)
deputata (θηλ.ουσ)
deputato (αρσ. επίθ και ουσ)
deputazione (θηλ.ουσ)
dequalificare (ρ. μτβ.)
dequalificazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---