ItalianoGreco


deprìmere  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [deˈprimere]

καταπιέζω

deprimersi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [deˈprimersi]

1 βυθίζομαι
2 στενοχωρούμαι
3 θλίβομαι
4 βουλιάζω
5 αποθαρρύνομαι
6 καταπιέζομαι
7 ταπεινώνομαι
8 ξεφτιλίζομαι


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---