Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdepurazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [depuratˈtsjone] 1 αποκάθαρση 2 φιλτράρισμα 3 πλύσιμο 4 εξαγνισμός 5 καθαρισμός 6 κάθαρση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |