Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


derapàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [deraˈpare]

1 αποτυγχάνω να φρενάρω τελείως
2 ντελαπάρω
3 ολισθαίνω χωρίς να περιστρέφομαι
4 γλιστρώ πλευρικά στην άσφαλτο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  derapage derapata  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dequalificare (ρ. μτβ.)
dequalificazione (θηλ.ουσ)
deragliamento (ουσ αρσ )
deragliare (ρ.αμτβ.)
derapage (ουσ αρσ )
derapare (ρ.αμτβ.)
derapata (θηλ.ουσ)
derattizzare (ρ. μτβ.)
derattizzazione (θηλ.ουσ)
derby (ουσ αρσ )
derelitto (ουσ αρσ )
derelitto (επίθ.)
derelizione (θηλ.ουσ)
deretano (αρσ. επίθ και ουσ)
deridere (ρ. μτβ.)
derisione (θηλ.ουσ)
derisore (αρσ. επίθ και ουσ)
derisorio (επίθ.)
deriva (θηλ.ουσ)
derivabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---