Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόderapàre
ρήμα αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [deraˈpare] 1 αποτυγχάνω να φρενάρω τελείως 2 ντελαπάρω 3 ολισθαίνω χωρίς να περιστρέφομαι 4 γλιστρώ πλευρικά στην άσφαλτο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |