Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόderisóre
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [deriˈzore] 1 γελαστής 2 μυκτηριστής 3 είρωνας 4 μώμος 5 χλευαστής 6 προπηλακιστής 7 σαρκαστής permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |