Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόderivazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [derivatˈtsjone] 1 παρέκκλιση 2 εκτροπή 3 διακλάδωση 4 εκτροπή (από κανόνα) 5 απόκλιση 6 παρεκτροπή (πυξίδας) 7 προέλευση 8 παραγωγή 9 πηγή 10 διακλάδωση ηλεκτρική 11 αντίσταση διαρροής 12 καταγωγή permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |