Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


derivazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [derivatˈtsjone]

1 παρέκκλιση
2 εκτροπή
3 διακλάδωση
4 εκτροπή (από κανόνα)
5 απόκλιση
6 παρεκτροπή (πυξίδας)
7 προέλευση
8 παραγωγή
9 πηγή
10 διακλάδωση ηλεκτρική
11 αντίσταση διαρροής
12 καταγωγή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  derivatore derivometro  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

derivata (θηλ.ουσ)
derivativo (αρσ. επίθ και ουσ)
derivato (ουσ αρσ )
derivato (επίθ.)
derivatore (αρσ. επίθ και ουσ)
derivazione (θηλ.ουσ)
derivometro (ουσ αρσ )
derma (ουσ αρσ )
dermascheletro (ουσ αρσ )
dermatite (θηλ.ουσ)
dermatologia (θηλ.ουσ)
dermatologico (επίθ.)
dermatologo (ουσ αρσ )
dermatosi (θηλ.ουσ)
dermatozoo (ουσ αρσ )
dermeste (ουσ αρσ )
dermico (επίθ.)
dermografia (θηλ.ουσ)
dermografismo (ουσ αρσ )
dermopatia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---