Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dermopatìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [dermopaˈtia]

Δερματοπάθεια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  dermografismo dermopatico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dermatozoo (ουσ αρσ )
dermeste (ουσ αρσ )
dermico (επίθ.)
dermografia (θηλ.ουσ)
dermografismo (ουσ αρσ )
dermopatia (θηλ.ουσ)
dermopatico (επίθ.)
dermosifilopatia (θηλ.ουσ)
dermosifilopatico (επίθ.)
dermotteri (ουσ αρσ πληθ.)
deroga (θηλ.ουσ)
derogabile (επίθ.)
derogare (ρ.αμτβ.)
derogativo (επίθ.)
derogatoria (θηλ.ουσ)
derogatorio (επίθ.)
derogazione (θηλ.ουσ)
derrata (θηλ.ουσ)
derrick (ουσ αρσ )
derubare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---