Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdèroga
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈdɛroga] 1 σφετερισμός 2 παράβαση 3 συναίνεση 4 συγκατάθεση 5 κατάργηση 6 μερική ανάκληση 7 ακύρωση 8 ματαίωση 9 ανάκληση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |