Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dèroga  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈdɛroga]

1 σφετερισμός
2 παράβαση
3 συναίνεση
4 συγκατάθεση
5 κατάργηση
6 μερική ανάκληση
7 ακύρωση
8 ματαίωση
9 ανάκληση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  dermotteri derogabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dermopatia (θηλ.ουσ)
dermopatico (επίθ.)
dermosifilopatia (θηλ.ουσ)
dermosifilopatico (επίθ.)
dermotteri (ουσ αρσ πληθ.)
deroga (θηλ.ουσ)
derogabile (επίθ.)
derogare (ρ.αμτβ.)
derogativo (επίθ.)
derogatoria (θηλ.ουσ)
derogatorio (επίθ.)
derogazione (θηλ.ουσ)
derrata (θηλ.ουσ)
derrick (ουσ αρσ )
derubare (ρ. μτβ.)
derubato (αρσ. επίθ και ουσ)
deruralizzazione (θηλ.ουσ)
derviscio (αρσ. επίθ και ουσ)
desacralizzare (ρ. μτβ.)
desacralizzazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---